Λητοῦς

Λητοῦς
Λητώ
of
fem nom/voc pl
Λητώ
of
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λητώος — Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, ῴα, ον, θηλ. και Λητωϊάς, άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, ίδος (Α) [Λητώ] 1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷον ο… …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Létopolis — Ville d Égypte antique Noms en égyptien ancien Sekhem en grec Λητοῦς Πόλις (Létopolis) Actuellement Aousîm …   Wikipédia en Français

  • Letopolis — Letopolis in Hieroglyphen …   Deutsch Wikipedia

  • APOLLO — I. APOLLO Monachus in Thebaide, qui annis 40. moracus est in solitudine, parvulam in monte vicina speluncam habens, sed pro miraculorum multitudine brevieffectus insignis, plurimorum Praeses exstitir monachorum. Sozom. l. 8. c. 1. II. APOLLO pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHEMNIS — Aegypti Insula. De qua Pomp. Mela, l. 1. c. 9. ubi de Aegypto: Alia quoque in his terris mira sunt. In quodam lacis Chemnis insula locos silvasque et Apollims grande sustinens templum, natat, et quocumque venti agunt, pellitur. Sed ibi Chemmis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • Λητοΐδης — Λητοΐδης, αιολ., και δωρ. τ. Λατοΐδας, ὁ (Α) [Λητώ] ο γιος τής Λητούς, ο Απόλλων …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”